-
1 στεφανόω
στεφᾰν-όω, [voice] Med., Syracusan [ per.] 2sg. imper. στεφάνουσο Sch.Theoc. 11.42:—[voice] Pass., [tense] fut.I used by Hom. and Hes. only in [voice] Pass., to be put round in a circle or as a rim or border, and hence to be put round, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται round about the aegis is Terror wreathed, Il.5.739; ; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.10.195: rarely c. acc., τείρεα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται constellations which heaven has all round it, Il.18.485, cf. Hes. Th. 382, IG42(1).129.9 (Epid.); of a crowd of spectators surrounding a dancing-floor, ; περὶ δ' ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο around were.. riches in a circle placed, Hes.Sc. 204: so in later [dialect] Ep., A.R.3.1214, Q.S.5.99, Orph.A. 45, etc.: also in [voice] Act., περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν made a fence round, Opp.C.4.90.2 to be surrounded, ἐστεφανωμένος τιάραν μυρσίνῃ having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.1.132; πεδία ἐστεφάνωται ὄρεσιν are surrounded by.., Hp.Aër.19; ὅπλοισιν πόλις Epigr. ap. Paus.9.15.6;χθὼν ἅτε νῆσος -ωται D.P.4
: so in [voice] Act., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσεν Id.1006
.II after Hom. in [voice] Act., crown, wreathe,χαίταν Pi.O.14.24
; Ὀρέστην ς. E.Or. 924;κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Id.Ba. 177
; στεφάνοις ib. 101 (lyr.); c. gen., ;σ. τινὰ ὡς σωτῆρα And.1.45
;τὸν νικῶντα θαλλῷ Pl.Lg. 946b
;νῖκαι σ. τινά Pi.N.11.21
; of crowning a corpse, Ar.Ec. 538; a tomb, IG12.1037, Sammelb.7457.10 (iii/ii B.C.), Luc.Cont.22, PLips.30.2 (iii A.D.); ships, Plu.2.981e; of the nuptial crown, LXX Ca.3.11; κατηρῶντο τοῖς ἐστεφανωμένοις newly wedded couples, Lib.Or.33.29; στεφανοῦν εὐαγγέλια crown one for good tidings, Ar.Eq. 647; στεφανοῦσα, title of a statue by Praxiteles (v. ), cf. Ath.12.534d:—[voice] Pass., to be crowned or rewarded with a crown, Hdt.7.55, 8.59, PCair.Zen. l.c., 2 Ep.Ti.2.5;ἐλαίᾳ Pi.O.4.13
;ποίᾳ Id.P.8.19
;φυτὸν στεφανούμενος Ach.Tat.1.5
;σ. καὶ ἀνακηρύττεσθαι And.2.18
:—[voice] Med., crown oneself,στεφανωσαμένη δρυῒ καὶ.. σπείραισι δρακόντων S.Fr. 535
(anap.);στεφανοῦσθε κισσῷ E.Ba. 106
(lyr.);στεφανωσάμενος καλάμῳ Ar.Nu. 1006
; στεφανωσάμενος αὐτόν (sc. τὸν στέφανον) Phalar.Ep.40;στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων Philostr.Her. 12a
.2;τῆς πίτυος D.Chr.9.10
: also abs., of one going to sacrifice, Th.4.80;τῷ θεῷ X.HG4.3.21
; at a festival, Ar.Ach. 1145, Men.518.15, etc.; win a crown, of the victor at the games, Pi. O.7.15,81, 12.17, N.6.19:—[voice] Pass., c. dupl. acc.,ἐστεφανώθη Ἐλεύθερος.. Ἁδριάνεια πάλην IG22.2087.64
(ii A.D.).2 crown as an honour or reward (cf.στέφανος 11.2b
), D.19.193, Theopomp.Hist. 239, Men.84, IG22.212.30 (iv B.C.), etc.; reward by a gift of money, etc. (cf.στέφανος 11.5
),Καλλισθένην ἑκατὸν μναῖς Lycurg.Fr.19
, cf. D.S.14.53, Plu. Tim.16;σ. τινὰ πεντακοσίοις ἀργυρίου ταλάντοις, χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ Plb.13.9.5
: also ἐστεφανωκότος.. τὰς δυνάμεις χρυσῶν μυριάδων τριάκοντα Gauthier et Sottas Décret trilingue en l' honneur de Ptolémée IV p.67 (iii B.C.).3 metaph., confer glory upon, decorate, honour,τινὰ μολπᾷ Pi.O.1.100
; ; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων τὴν πόλιν (by a victory in the games) And.4.26; , cf. Critias 4 D.;ἔργοις γένος TAM 1.44
([place name] Xanthus); [τὸ ῥόδον] ἐγκωμίῳ Philostr.Ep.51
;ἀριστείοις D.S.4.32
;πανοπλίᾳ Id.20.84
:—[voice] Pass.,σοφίας ἀριστεῖα ἐστεφανοῦτο Philostr.Her.10.4
.5 crown with the badge of office, esp. of persons sacrificing, Lys.26.8:—[voice] Pass., X.An.7.1.40; of magistrates in office,ὁ ἐστεφανωμένος ἄρχων D.21.17
;βούλεται -ωθῆναι ἐξηγητείαν PRyl.77.37
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανόω
-
2 χειρο-τονία
χειρο-τονία, ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη χειροτονία γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεϑείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.
-
3 δι-αιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, 1) auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi ἐγχείη δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d τρία μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; ἀκρόϑινα διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, wegreißen, γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – absondern, Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν δίχα, Plat. Soph. 225 a; διχῆ, Crat. 396 a. – Ggstz συντιϑέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ ζῷον τῷ τιϑασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, unterscheiden, Xen. Oec. 7, 26. – Med., unter sich vertheilen, Hes. Th. 112; τὸ ἔργον Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) bestimmt angeben, aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; entscheid en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ ἀλλήλων ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ περί τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, auslegen; τέρας Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
-
4 δια-κρίνω
δια-κρίνω (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ ϑανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλϑοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεϑ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηϑήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνϑα τότε Τρῶές τε διέκριϑεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινϑέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινϑήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσϑε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ ϑάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεϑναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινϑεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινϑῆναι διχῶς χωρισϑῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήϑως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσϑαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαϑρον ὑπέλϑῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσϑαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασϑαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχϑράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεϑα χωρὶς τάς τε καϑαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαϑάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνϑρώπων, ὀρϑᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῠτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληϑῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεϑα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίϑην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριϑήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
-
5 διαιρεω
(fut. διαιρήσω, aor. 2 διεῖλον, pf. διῄρηκα)1) снимать, срывать(ὀροφήν Thuc., Xen.)
2) раскалывать(λίθους Arst.)
3) разрезать, рассекать4) прокалывать5) вырывать, выворачивать, выдергивать(σταυρούς Xen.)
6) взламывать, ломать(πυλίδα Thuc.)
διελόντες τοῦ τείχους Thuc. — пробив стену;τὸ διηρημένον Thuc. — пролом, брешь7) разбирать, разрушать(γέφυραν Her.)
8) делить, разделять(τρία μέρη Plat.; διαιρεθῆναι εἰς τὰ ἐλάχιστα Arst.; δ. τι εἰς μέρη τρισκαίδεκα Plut.; med. διελεῖσθαι τέν ληΐην Her.)
διελεῖν σφᾶς αὐτοὺς δίχα Plut. — разделиться на две части;κατὰ πόλεις διελόμενοι τὸ ἔργον Thuc. — распределив работу между (отдельными) городами;διῃρῆσθαι χωρὴς κατὰ γένη Arst. — быть разделенным на отдельные роды9) различать(αἰδῶ καὴ σωφροσύνην Xen.; αἱ διαιρεθεῖσαι κατηγορίαι Arst.)
ταῖς δόξαις διαιρεῖσθαι τοὺς ἀμείνους καὴ τοὺς χείρονας Plat. — сознавать различие между лучшими и худшими10) разбирать, толковать, разъяснять, тж. определять, рассуждать(περί τινος Plat., Arst.)
εἰ δὲ ἄρα μή ἐστι τοῦτο τοιοῦτο οἷον ἐγὼ δ. Her. — если же это обстоит не так, как я рассуждаю;ὅσα πρὸς τέν σκέψιν ταύτην διελεῖν ἀναγκαῖον Arst. — разъяснения, необходимые для данного исследования11) (раз)решатьδ. δίκας Aesch. — разбирать судебные дела, вершить суд;ψήφῳ δ. περί τινος Aesch. — решить что-л. голосованием;κλήρῳ διελεῖν τὸν νικῶντα Plat. — определить жребием, кто одержал победу -
6 διακρινω
1) разделять, разводить(εἰ μέ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἥ μάχη διεκρίθη Plut.)
2) разделять на составные части, разлагать(τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὴ συγκρίνεσθαι Plat.)
εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. — все с необходимостью приходит к (своему) распаду3) разделять пополам, расчесывать на пробор(κόμη διακεκριμένη Plut.)
4) разбирать, различать5) тж. med. различать, отличать(τί τινος и τι καί τι Plat.)
οὐδένα διακρίνων Her. — никого не различая, т.е. всех без разбора6) решать, определять(τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.)
ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. — этого я решить не в состоянии;διακρῖναι ποῖον ἀντὴ ποἱου αἱρετέον Arst. — определить, что чему предпочесть7) тж. med. разбирать, решать(δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.)
ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. — решить свой спор оружием или путем переговоров;μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. — померяться в бою силами с кем-л.8) med. колебаться, сомневатьсяμηδὲν διακρινόμενος NT. — нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»)
-
7 διαιρέω
A take apart, cleave in twain, divide,διὰ δ' ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Il. 20.280
;παῖδα κατὰ μέλεα διελών Hdt.1.119
; δ. λαγόν cut it open, ib. 123; δ. πυλίδα break it open, Th.4.110, 6.51;δ. τὴν ὀροφήν
tear away, pull down,Id.
4.48;τοὺς σταυρούς X.An.5.2.21
; δ. τοῦ τείχους take down part of the wall, make a breach in it, Th.2.75; τὸ διῃρημένον the breach, ib.76,5.3; διῃρημένοι τὸ ὑπόζωμα, of insects, Arist. HA 556a18;διαιρουμένος τὴν καρδίαν Phld.Sign.1
.II divide, δύο μοίρας Λυδῶν the Lydians into two parts, Hdt.1.94, cf. 4.148;δύο μερίδας D.48.12
;δ. τριχῇ ψυχήν Pl.Phdr. 253c
;δ. εἰς τὸ ἐλάχιστον Arist.Sens. 440b5
;εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA 486a5
([voice] Pass.):—[voice] Med., divide for themselves, κατ' ὀλίγας ναῦς διελόμενοι distributing their ships in small divisions, Th.4.11; τοῖς δικάζουσι δ. τὰ ὦτα lending an ear to both parties, Lib.Or.52.4; divide among themselves, ;τὴν ληΐην Hdt.9.85
;κατὰ πόλεις τὸ ἔργον Th.7.19
;τἀδικήματα D.45.38
: abs.,δ. κατὰ πόλεις Th.5.114
:—[voice] Pass., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας divided into relays, Id.2.75; διαιρήσομαι as [tense] fut. [voice] Pass., Pl.Plt. 261c;διῄρητο τὰ τῶν Ἑλλήνων εἰς δύο D.10.51
.III distinguish,τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Arist. Pol. 1295a8
, etc.;δ. πότερα.. X.Oec.7.26
: abs., Ar.Nu. 742:—[voice] Med., Pl.Tht. 182c;δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Id.Lg. 950c
;δ. περί τινος Id.Chrm. 163d
.2 determine, decide,διαφορὰς διαιρέοντες Hdt.4.23
; ; τοῦτο πρᾶγμα ib. 488; ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι ib. 630;τὰ ἀμφίλογα X.Vect.3.3
, cf. Pl.R. 571a, Prt. 314b, al.;κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Id.Lg. 946b
;δ. περί τινος Arist.Ph. 239b13
, etc.; διαιρείσθω πόσα εἴδη, etc., Id.Pol. 1300b18, etc.: abs., Ar. Ra. 1100; alsoδ. εἴτε E.Ba. 206
codd.4 [voice] Med., interpret, τέρας, δημεῖον, D.H.4.60, 9.6.IV in Logic, divide,δ. κατ' εἴδη τὰ ὄντα Pl.Phdr. 273e
; divide a genus into its species, Arist.APo. 96b15, al.:—[voice] Med., Id.PA 642b5.V Math., divide, Pl.Lg. 895e ([voice] Pass.); διελόντι, dividendo, Archim.Sph.Cyl.1.6, al.VI divide words, punctuate in reading, Isoc.12.17, Arist.Rh. 1401a24 ([voice] Pass.); Gramm., resolve a diphthong or contracted form,διῃρῆσθαι Ἰακῶς A.D.Pron.38.17
, cf. Corn.ND5, Hdn.Philet.p.456P. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρέω
См. также в других словарях:
χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… … Dictionary of Greek